ἀκριβῶν

ἀκριβῶν
ἀκριβάζω
to be proud
fut part act masc voc sg
ἀκριβάζω
to be proud
fut part act neut nom/voc/acc sg
ἀκριβάζω
to be proud
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
ἀκρῑβῶν , ἀκριβής
exact
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
ἀκρῑβῶν , ἀκριβόω
make exact
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
ἀκρῑβῶν , ἀκριβόω
make exact
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ἀκρῑβῶν , ἀκριβόω
make exact
pres part act masc nom sg
ἀκρῑβῶν , ἀκριβόω
make exact
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Griechische Komödie — Die griechische Komödie ist ein literarisches Bühnenwerk mit meist komischen Wirkungen und in der Regel glücklichem Ausgang und neben der Tragödie die wichtigste Gattung des europäischen Dramas. Häufig ist in der Komödie ein Konflikt gestaltet,… …   Deutsch Wikipedia

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • διάγραμμα — Όρος που χαρακτηρίζει έναν τρόπο παράστασης μιας πραγματικής συνάρτησης, μιας πραγματικής μεταβλητής. Η παράσταση αυτή γίνεται συνηθέστερα κατά γεωμετρικό τρόπο. Είναι γνωστά κυρίως το καρτεσιανό δ. και το πολικό δ. μιας συνάρτησης του είδους που …   Dictionary of Greek

  • εκτυπωτής — Περιφερειακή συσκευή του ηλεκτρονικού υπολογιστή, με την οποία ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να αποτυπώνει, σε χαρτί ή σε άλλο μέσο (π.χ. σε φιλμ ή σε απλή διαφάνεια), το αρχείο του επιθυμεί (ή μέρος του). Συνηθέστερα είδη ε. είναι αυτοί που… …   Dictionary of Greek

  • ευτράπεζος — εὐτράπεζος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει καλό τραπέζι, που κάνει μεγαλοπρεπείς εστιάσεις, ο φιλόξενος αρχ. 1. αβροδίαιτος, μαλθακός 2. αυτός που συντελεί στην προμήθεια πολυτελών, ακριβών εδεσμάτων («ἡ θάλαττα παρέχει τὴν ἀγορὰν εὐτράπεζον», Πλούτ.).… …   Dictionary of Greek

  • παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης …   Dictionary of Greek

  • στάμενα — τα, ΝΜ 1. νομίσματα 2. κινητή ή ακίνητη περιουσία νεοελλ. παροιμ. α) «τα στάμενα δεν είναι στάμνες» λέγεται για δύο πράγματα που μπορεί να έχουν ομοιότητα μεταξύ τους αλλά υπάρχει μεγάλη διαφορά ως προς την αξία τους β) «τών ακριβών τα στάμενα σε …   Dictionary of Greek

  • στιγμεργία — η, Ν διέγερση την οποία προκαλεί σε ορισμένα κοινωνικά έντομα η συμπλήρωση ορισμένων δραστηριοτήτων και η οποία ερμηνεύεται από την πραγματοποίηση ακριβών και προσαρμοσμένων πράξεων …   Dictionary of Greek

  • τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”